- δωμήτωρ
- δωμήτωρbuildermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δωμήτωρ — δωμήτωρ, ο (AM) κτίστης μσν. φρ. «ὁ τῆς Ἐκκλησίας δωμήτωρ» ο Χριστός … Dictionary of Greek
δωμήτορα — δωμήτωρ builder masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωμήτορας — δωμήτωρ builder masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωμήτορι — δωμήτωρ builder masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλινδωμήτωρ — παλινδωμήτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που οικοδομεί εκ νέου, αυτός που ανοικοδομεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δωμήτωρ «κτίστης» (< δωμῶ)] … Dictionary of Greek